- ευαγγελώ
- εὐαγγελῶ, -έω (Α) [ευάγγελος]βλ. ευαγγελίζομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐαγγελῶ — εὐαγγελέω pres subj act 1st sg (attic epic doric) εὐαγγελέω pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐαγγέλῳ — Εὐάγγελος bringing good news masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαγγέλῳ — εὐάγγελος bringing good news masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευαγγέλιο — Στη χριστιανική Εκκλησία ο όρος χαρακτηρίζει τα τέσσερα πρώτα βιβλία της Καινής Διαθήκης, τα οποία, σύμφωνα με την παράδοση, έγραψαν ο Ματθαίος, ο Μάρκος, ο Λουκάς και ο Ιωάννης. Γραμμένα στην ελληνική γλώσσα, τα Ε. διηγούνται τα γεγονότα της… … Dictionary of Greek